- μαρτύρημα
- μαρτύρημαtestimonyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρτύρημα — και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) [μαρτυρώ] νεοελλ. 1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας») 2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ αυτόν τον άνθρωπο»)… … Dictionary of Greek
μαρτυρήμασιν — μαρτύρημα testimony neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτύρεμα — το βλ. μαρτύρημα … Dictionary of Greek